κατακρεούργηση

κατακρεούργηση
[-ις (-εως)] η
1) зверское убийство; 2) перен. отвратительное, убийственное исполнение (музыкального произведения, стихов и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κατακρεούργηση" в других словарях:

  • κατακρεούργηση — η κατατεμαχισμός, σφάξιμο: Μόνο μια Μήδεια μπορούσε να κάνει κατακρεούργηση του αδερφού της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακρεούργηση — η 1. ο κατατεμαχισμός, άγριος φόνος με μαχαίρι 2. μτφ. κακότεχνη εκτέλεση μουσικής, κάκιστη απαγγελία ποιήματος κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρεούργησις, μαρτυρείται από το 1872 στον Πέτρο Ξανθάκη] …   Dictionary of Greek

  • διασπαραγμός — ο και διασπάραξη, η (Μ διασπαραγμός και διασπάραξις, εως) κατακρεούργηση, κατασπάραξη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»